ανδριαντοποιία — η και ποιική (Α ἀνδριαντοποιία και ποιική) η τέχνη του ανδριαντοποιού, του γλύπτη ανδριάντων … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της … Dictionary of Greek
Καϊκοσθένης — (2ος αι. π.Χ.).Ανδριαντοποιός. Καταγόταν από τον αρχαίο αττικό δήμο της Θρίας και ήταν γιος του Απολλωνίδη και αδελφός του ανδριαντοποιού Δία, με τον οποίο συνεργάστηκε. Η υπογραφή του διασώθηκε χαραγμένη σε πολλά βάθρα ανδριάντων που βρέθηκαν… … Dictionary of Greek
Χάριτες — Αρχαίες ελληνικές μυθικές προσωποιήσεις της χάρης και της ομορφιάς, τις οποίες θεωρούσαν κόρες του Δία και της Ευρυνόμης. Κανονικά ήταν 3: η Αγλαΐα (που παντρεύτηκε τον θεό Ήφαιστο), η Ευφροσύνη και η Θάλεια· αλλά σε πολλές παραδόσεις αναφέρονται … Dictionary of Greek
ανδριαντοποιία — η η τέχνη του ανδριαντοποιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)