ἀνδριαντοποιοῦ

ἀνδριαντοποιοῦ
ἀ̱νδριαντοποιοῦ , ἀνδριαντοποιέω
make statues
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀνδριαντοποιέω
make statues
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἀνδριαντοποιέω
make statues
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἀνδριαντοποιός
sculptor
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανδριαντοποιία — η και ποιική (Α ἀνδριαντοποιία και ποιική) η τέχνη του ανδριαντοποιού, του γλύπτη ανδριάντων …   Dictionary of Greek

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

  • Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της …   Dictionary of Greek

  • Καϊκοσθένης — (2ος αι. π.Χ.).Ανδριαντοποιός. Καταγόταν από τον αρχαίο αττικό δήμο της Θρίας και ήταν γιος του Απολλωνίδη και αδελφός του ανδριαντοποιού Δία, με τον οποίο συνεργάστηκε. Η υπογραφή του διασώθηκε χαραγμένη σε πολλά βάθρα ανδριάντων που βρέθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • Χάριτες — Αρχαίες ελληνικές μυθικές προσωποιήσεις της χάρης και της ομορφιάς, τις οποίες θεωρούσαν κόρες του Δία και της Ευρυνόμης. Κανονικά ήταν 3: η Αγλαΐα (που παντρεύτηκε τον θεό Ήφαιστο), η Ευφροσύνη και η Θάλεια· αλλά σε πολλές παραδόσεις αναφέρονται …   Dictionary of Greek

  • ανδριαντοποιία — η η τέχνη του ανδριαντοποιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”